- ἀναστρέφομαι
- ἀναστρέφωturn upside downpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
сообращаюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (греч. συστρέφομαι) вместе с чем л. обращаюсь;… … Словарь церковнославянского языка
κυβιστώ — και κυβισταίνω (Α κυβιστῶ, άω, ιων. τ. κυβιστέω) βάζω το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω και αναστρέφομαι, κάνω ακροβατικό ελιγμό με το κεφάλι προς τα κάτω, κάνω τούμπα («ἦ μάλ ἐλαφρὸς ἀνήρ, ὡς ῥεῑα κυβιστᾷ», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ψάρι) βυθίζομαι … Dictionary of Greek
περικυβιστώ — άω, Α κυβιστώ, κάνω τούμπες γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κυβιστῶ «πηδώ και αναστρέφομαι, κάνω τούμπα»] … Dictionary of Greek
συναναστρέφομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. συναναστρέφω ΜΑ έχω σχέσεις με κάποιον, συναντώμαι συχνά και φιλικά με κάποιον, κάνω παρέα (α. «συναναστρέφεται με καλό κόσμο» β. «τοῑς τηλικούτοις ἐρασταὶ τῶν εὐδοκίμων νέων συνανεστρέφοντο», Πλούτ.) μσν. αρχ. μέσ. (σχετικά με… … Dictionary of Greek
υπερκυβιστώ — άω, Α ρίχνομαι με ορμή στον κίνδυνο, ριψοκινδυνεύω απερίσκεπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κυβιστῶ «βάζω το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω και αναστρέφομαι, βουτώ, εκτελώ ακροβατικά γυμνάσια»] … Dictionary of Greek
ԴԱՌՆԱՄ — (դարձայ, դա՛րձ կամ դարձի՛ր.) NBH 1 0596 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 11c, 12c (յորմէ իտալ. դօռնա՛րէ). ἁναστρέφομαι revertor, redeo Գալ անդրէն՝ ուստի եղեւ մեկնիլ. շրջել զերեսս եւ զգնացս յայլ կողմն. ... *Դարձաւ անդրէն առ նա ի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՎԵՐԱԴԱՐՁԻՄ — (ձայ, ձեալ.) NBH 2 0804 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 12c, 14c ձ. ՎԵՐԱԴԱՐՁԻՄ ἁναστρέφομαι revertor ἑπιστρέφομαι convertor եւն. որ եւ ՎԵՐԱԴԱՌՆԱԼ. Վերադարձ առնել. անդրէն վերստին դառնալ. *Վերադարձիլ արտասուօք ʼի ջնջումն մեղացն: Ի ձեռն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)